ινδικτιών

ινδικτιών
Δεκαπενταετής χρονικός κύκλος, που αποτελούσε βασική χρονολογική μονάδα για το Βυζάντιο και τη Δύση έως το τέλος του Μεσαίωνα. Η λέξη προέρχεται από τη λατινική indictio, που σήμαινε έκτακτη εισφορά. Από τον Σεπτίμιο Σεβήρο έως τον Καρίνο, η ι. ήταν μία από τις κυριότερες πηγές εσόδων της Ρώμης. Ο Διοκλητιανός ελάφρυνε τη φορολογική αυτή επιβάρυνση, ενώ ταυτόχρονα έκανε τακτική την εισφορά από το 287 μ.Χ. και την όρισε αναλλοίωτη για κάθε πενταετία. Ο Μέγας Κωνσταντίνος μετέβαλε, από το 313 μ.Χ., τον κύκλο σε 15ετή, με αναδρομική έναρξη από το 312 μ.Χ. Από τότε η ι. καθιερώθηκε ως βασική χρονολογική μονάδα για το βυζαντινό κράτος και τη Δύση. Η πρώτη ι. άρχισε λοιπόν από την 1η Σεπτεμβρίου του 312 μ.Χ. Το 537 π.Χ., επί Ιουστινιανού, η ι. θεωρήθηκε επίσημη χρονολογία στα κρατικά έγγραφα και στα πρακτικά των δικαστηρίων. Προτιμήθηκε η 1η Σεπτεμβρίου, γιατί από τότε άρχιζε το οικονομικό έτος των Ρωμαίων. Από το τέλος του Μεσαίωνα σταμάτησε στη Δύση η χρησιμοποίησή της ι. και αντικαταστάθηκε με τη μέτρηση της χρονολογίας από τη γέννηση του Χριστού.
* * *
και ίνδικτος, η (ΑΜ ἰνδικτιών, Μ και ἴνδικτος)
εκκλ. μονάδα χρονολόγησης στην Εκκλησία, κύκλος 15 ετών καθένας από τους οποίους αρχίζει την 1η Σεπτεμβρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορρά στην ελλ. τής λατ. λ. indicto].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • индикт — летоисчислительный цикл , др. русск., цслав. инъдиктъ (Остром., Мин. 1095 г. и др.), еще у Ф. Прокоповича; см. Смирнов 119. Из греч. ἴνδικτος, ἰνδικτίων от лат. indictiō римское земельное налогообложение и его 15 летний цикл ; см. Реглинr у… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Индикт — (или индиктион от греч. ‏Ινδικτιών)  период в 15 лет, который использовался в Европе (как в западной так и в восточной) в Средние века при датировке документов. индиктом является число получаемое при делении 360градусов(полный круг небесной… …   Википедия

  • индикт — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  сущ. (греч. ἰνδικτιών, от лат. indictio назначение, налог,… …   Словарь церковнославянского языка

  • индиктион великий — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}   (греч. ἰνδικτιών) 532 летний период времени, по… …   Словарь церковнославянского языка

  • ίνδικτος — ἡ (Μ ἴνδικτος) βλ. ινδικτιών …   Dictionary of Greek

  • επινέμησις — ἐπινέμησις, ή (AM) [επινέμω] 1. επιβολή φόρου 2. διάδοση, εξάπλωση 3. φρ. «ἐπινέμησις ινδικτιών», η χρονολογική σειρά που αρχίζει το β’ έτος τής βασιλείας τού Αυγούστου μσν. καθορισμός τών στρατευσίμων μιας πόλης αρχ. 1. (για ιατρ. θεραπεία)… …   Dictionary of Greek

  • indicţion — indicţión ( oáne), s.n. – 1. Convocare (bisericească). – 2. Perioadă de 15 ani. gr. ίνδιϰτιών. sec. XVII. Trimis de blaurb, 24.12.2007. Sursa: DER …   Dicționar Român

  • ИНДИКТ — [индиктион; лат. indictio; греч. ἰνδικτιών, ἴνδικτος, ἐπινέμησις], 15 летний период, использовавшийся в качестве единицы системы летосчисления. Термин (букв. указание, разверстка налога) впервые появляется в документах из рим. Египта после 297 г …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”